Μετάβαση στο περιεχόμενο

percepção

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

percepção (pt) < λατινικό perceptione

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

percepção (pt) θηλυκό

  1. η αντίληψη με όλες τις έννοιες που έχει στη νεοελληνική
  2. απόδειξη παραλαβής