percepção
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]percepção (pt) < λατινικό perceptione
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]percepção (pt) θηλυκό
- η αντίληψη με όλες τις έννοιες που έχει στη νεοελληνική
- απόδειξη παραλαβής