perfectionism

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

perfectionism (en)

  1. η τελειομανία
  2. η πίστη ότι η πνευματική τελειότητα μπορεί να επιτευχθεί στο διάστημα της ζωής μας

Συγγενικά

[επεξεργασία]