perioadă
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
perioadă (ro)
- περίοδος
- X a fost blocat pe o perioadă de 1 săptămână
- ο Χ υπέστη φραγή για μια περίοδο μιας εβδομάδας
- X a fost blocat pe o perioadă de 1 săptămână