perioadă

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

perioadă (ro)

  1. περίοδος
    X a fost blocat pe o perioadă de 1 săptămână
    ο Χ υπέστη φραγή για μια περίοδο μιας εβδομάδας