petition
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
petition | petitions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]petition (en)
- το αίτημα, έγγραφο υπογεγραμμένο από μεγάλο αριθμό ατόμων που ζητά από κάποιον σε θέση εξουσίας να κάνει ή να αλλάξει κάτι
- ⮡ They are collecting signatures for their petition.
- Συγκεντρώνουν υπογραφές για το αίτημά τους.
- ⮡ They are collecting signatures for their petition.