Μετάβαση στο περιεχόμενο

petition

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
petition petitions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

petition (en)

  • το αίτημα, έγγραφο υπογεγραμμένο από μεγάλο αριθμό ατόμων που ζητά από κάποιον σε θέση εξουσίας να κάνει ή να αλλάξει κάτι
      They are collecting signatures for their petition.
    Συγκεντρώνουν υπογραφές για το αίτημά τους.