pewien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

pewien (pl) και pewny

  1. κάποιος, ένας
    i w pewnym momencie on zjawił się - και κάποια στιγμή εμφανίστηκε
  2. βέβαιος, σίγουρος
    jestem pewien, że to był ona - είμαι βέβαιος ότι ήταν αυτή

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • εκτός από το αρρενοπροσωπικό στην ονομαστική του ενικού όλα τα άλλα, σε όλα τα γένη, πτώσεις και αριθμούς, ταυτίζονται με τα αντίστοιχα του pewny