pewien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]- κάποιος, ένας
- i w pewnym momencie on zjawił się - και κάποια στιγμή εμφανίστηκε
- βέβαιος, σίγουρος
- jestem pewien, że to był ona - είμαι βέβαιος ότι ήταν αυτή
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- εκτός από το αρρενοπροσωπικό στην ονομαστική του ενικού όλα τα άλλα, σε όλα τα γένη, πτώσεις και αριθμούς, ταυτίζονται με τα αντίστοιχα του pewny