phénoménal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

phénoménal (fr)

  1. εκπληκτικός
  2. (φιλοσοφία) που σχετίζεται με την όψη των πραγμάτων, του κόσμου, με αυτά που φαίνονται εξωτερικά, στην επιφάνεια, σε αντιπαραβολή με την ουσία τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

phénomène, phénoménalement