Μετάβαση στο περιεχόμενο

pike

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pike (en)

  1. αγχέμαχο κοντάρι στρατιωτών του πεζικού (παλαιότερα)
  2. το ψάρι τούρνα