pinĉata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

pinĉata

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

pinĉata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος pinĉi