pine away

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Έκφραση

[επεξεργασία]

pine away (en)

  • γίνομαι λεπτός και αδύναμος (ρέβω) λόγω στενοχώριας ή απώλειας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]