Μετάβαση στο περιεχόμενο

pingo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pingo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyk-

pingo

  1. ζωγραφίζω
  2. χρωματίζω
  3. διακοσμώ, καλλωπίζω