pleuvoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

pleuvoir (fr)

  • βρέχει
    il pleut des cordes - βρέχει καταρρακτωδώς