plori

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
plori < plor- + -i
ρήμα plori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ploras ploranta plorata
αόριστος ploris plorinta plorita
μέλλοντας ploros ploronta plorota
υποθετική plorus - -
προστακτική ploru - -

plori (eo)