połowa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

połowa (pl) θηλυκό

  1. μισό (από κάποιο αντικείμενο, έννοια ή περίοδο)
    mogę jeść tylko połowę tego - μπορώ να φάω μόνο το μισό από αυτό
    do połowy 14 wieku - μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα

Συγγενικά[επεξεργασία]