połowa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
połowa (pl) θηλυκό
- μισό (από κάποιο αντικείμενο, έννοια ή περίοδο)
- mogę jeść tylko połowę tego - μπορώ να φάω μόνο το μισό από αυτό
- do połowy 14 wieku - μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα