podobnie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

podobnie (pl)

  1. παρόμοια/παρομοίως, το ίδιο όπως, το ίδιο και
    w maju Paryż rozkwita, podobnie paryżanki - το Μάιο το Παρίσι ανθίζει, το ίδιο και οι παριζιάνες (και οι παριζιάνες παρομοίως)
    substancje działające podobnie do alkoholu -ουσίες που ενεργούν παρόμοια με (το ίδιο όπως) το αλκοόλ

Συγγενικά

[επεξεργασία]