podobnie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
podobnie (pl)
- παρόμοια/παρομοίως, το ίδιο όπως, το ίδιο και
- w maju Paryż rozkwita, podobnie paryżanki - το Μάιο το Παρίσι ανθίζει, το ίδιο και οι παριζιάνες (και οι παριζιάνες παρομοίως)
- substancje działające podobnie do alkoholu -ουσίες που ενεργούν παρόμοια με (το ίδιο όπως) το αλκοόλ