politically
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | politically |
συγκριτικός | more politically |
υπερθετικός | most politically |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]politically (en)
- πολιτικά
- ⮡ She is very politically conscious.
- Είναι πολύ πολιτικά συνειδητοποιημένη.
- ⮡ The party, by adopting extreme views, isolated itself politically and lost many voters.
- Το κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους.
- ⮡ She is very politically conscious.