Μετάβαση στο περιεχόμενο

politically

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός politically
συγκριτικός more politically
υπερθετικός most politically

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
politically < political + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

politically (en)

  • πολιτικά
      She is very politically conscious.
    Είναι πολύ πολιτικά συνειδητοποιημένη.
      The party, by adopting extreme views, isolated itself politically and lost many voters.
    Το κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους.