Μετάβαση στο περιεχόμενο

polla

Από Βικιλεξικό
ενικός πληθυντικός
polla pollas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpo.ʝa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

polla (es) θηλυκό

  1. πουλάδα
  2. (καθομιλουμένη) πέος
  3. (καθομιλουμένη) νεαρή γυναίκα
  4. (Λατινική Αμερική) στοίχημα
  5. (Λατινική Αμερική) ιπποδρομία
  6. (Εκουαδόρ) σκονάκι
  7. (Ελ Σαλβαδόρ, Μεξικό) φλέγμα, πτύελο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

polla (ca)