pop into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

pop into (en)

  1. χωράω κάτι κάπου, το να χωρέσει κάτι, καταχωνιάζω
  2. επισκέπτομαι για λίγο
  3. πετάω-χώνω απότομα
  4. pop into mind (pop into my head): μου 'ρθε φλασιά, αναπάντεχη συνήθως ανάμνηση-μνήμη (ιδέα, σκέψη, λύση)