popel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
popel (cs) αρσενικό
- η στάχτη
Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
popel (fy)
- η λεύκα