postęp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

postęp (pl) αρσενικό

  • η πρόοδος, η μετάβαση σε επόμενο στάδιο

Συγγενικά[επεξεργασία]