potassio
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- potassio < νεολατινική potassium
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poˈtas.sjo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]potassio (it) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: κάλιο
Πηγές
[επεξεργασία]- potassio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).