potentiation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

potentiation (en)

  • (νευρολογία) παράταση νευρικών παλμών, ενδυνάμωση, ενίσχυση, ισχυροποίηση