potter
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
potter | potters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- potter < μέση αγγλική pottere. Μορφολογικά αναλύεται σε pot + -er.
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]potter (en)
- (επάγγελμα) ο κεραμίστας/η κεραμίστρια, ο αγγειοπλάστης
- ⮡ The potters of the area make traditional pottery.
- Οι κεραμίστες της περιοχής φτιάχνουν παραδοσιακά κεραμικά.
- ⮡ The potters of the area make traditional pottery.