potwierdzenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
potwierdzenie < potwierdzić

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

potwierdzenie (pl) ουδέτερο