powerful
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | powerful |
συγκριτικός | more powerful |
υπερθετικός | most powerful |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]powerful (en)
- ισχυρός
- ⮡ He elevated many of his friends to powerful positions within the government.
- Ανέδειξε πολλούς από τους φίλους του σε ισχυρές θέσεις μέσα στην κυβέρνηση.
- ⮡ He elevated many of his friends to powerful positions within the government.