présomptivement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- présomptivement < présomptif
Επίρρημα[επεξεργασία]
présomptivement (fr)
- υποθέτοντας, κάνοντας την υπόθεση
présomptivement (fr)