praeeo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

praeeo < prae + eo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey-

Ρήμα[επεξεργασία]

praeeo

  1. προηγούμαι, προΐσταμαι
  2. προστάζω

Κλίση[επεξεργασία]