preliminary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
preliminary (en) (χωρίς παραθετικά)
- προκαταρκτικός, προκριματικός
- ↪ preliminary exams - προκαταρκτικές/προκριματικές εξετάσεις
- ↪ preliminary heats - προκριματικοί αγώνες
Πηγές[επεξεργασία]
- preliminary - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 740, 741. ISBN 9780194325684., λήμμα: προκαταρκτικός, προκριματικός