pressão

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pressão (pt) < λατινικό pressio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pressão (pt) θηλυκό (πληθυντικός: pressões)