prezencik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

prezencik < υποκοριστικό του prezent

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prezencik (pl) αρσενικό