prima facie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prima facie < prima αφαιρετική ενικού του θηλυκού επιθέτου primus & facie αφαιρετική ενικού του θηλυκού ουσιαστικού facies ("όψη, σχήμα"). Νεολατινικός όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον 1ο αιώνα.[1]
Έκφραση[επεξεργασία]
prima facie
- με την πρώτη ματιά, σύμφωνα με την πρώτη εντύπωση που θεωρείται σωστή μέχρι να καταρριφθεί (ίσως και να μην καταρριφθεί)
- (νομικός όρος) εκ πρώτης όψεως
- η επιτροπή θεώρησε επαρκή τα prima facie αποδεικτικά στοιχεία για την έναρξη αυτεπάγγελτης έρευνας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Χρησιμοποιείται ως επίρρημα ή ως επίθετο
- Ως νομικός όρος, χρησιμοποιείται στα λατινικά, εκτός από τη μετάφρασή του σε κάθε γλώσσα.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Διαφορά όρων:
- prima facie εκ πρώτης όψεως: τα αποδεικτικά στοιχεία θεωρούνται επαρκή για έναρξη νομικών διαδικασιών
- res ipsa loquitur το πράγμα μιλά μόνο του: Τα στοιχεία είναι τόσο οφθαλμοφανή, ώστε δεν χρειάζεται περαιτέρω απόδειξη ή εξήγηση
[επεξεργασία]
- ↑ prima facie legaldictionary.net (αγγλικά) πρόσβαση:2019.01.21.