primogênito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
primogênito (pt) απο το λατινικό primogenitus
Επίθετο[επεξεργασία]
primogênito (pt) ( & primogénito)
- τo πρωτότοκο παιδί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
primogênito (pt)
- ο πρωτότοκος, ο μεγαλύτερος γιος