principle
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
principle | principles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]principle (en)
- η αρχή, ηθικό κανόνα ή μια ισχυρή πεποίθηση που επηρεάζει τις πράξεις μου
- ⮡ my guiding principles - οι κατευθυντήριες αρχές μου
- ⮡ He refused on principle/as a matter of principle to understate his income.
- Αρνήθηκε από θέμα αρχής να δηλώσει μειωμένο εισόδημα.
- η αρχή, νόμος, κανόνας ή θεωρία στην οποία βασίζεται κάτι
- ⮡ the basic principles of theatrical art - οι βασικές αρχές της θεατρικής τέχνης
- ⮡ These machines work on the same principle.
- Αυτές οι μηχανές λειτουργούν με την ίδια αρχή.
- η αρχή, πεποίθηση που γίνεται αποδεκτή ως λόγος δράσης ή σκέψης με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ the principle of non-intervention in the internal affairs of other states/parties - η αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων κρατών/κομμάτων
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αρχή, γενικός ή επιστημονικός κανόνας που εξηγεί πώς λειτουργεί κάτι ή γιατί συμβαίνει κάτι
- ⮡ Archimedes’ principle - η αρχή του Αρχιμήδη