Μετάβαση στο περιεχόμενο

principle

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
principle principles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

principle (en)

  1. η αρχή, ηθικό κανόνα ή μια ισχυρή πεποίθηση που επηρεάζει τις πράξεις μου
      my guiding principles - οι κατευθυντήριες αρχές μου
      He refused on principle/as a matter of principle to understate his income.
    Αρνήθηκε από θέμα αρχής να δηλώσει μειωμένο εισόδημα.
  2. η αρχή, νόμος, κανόνας ή θεωρία στην οποία βασίζεται κάτι
      the basic principles of theatrical art - οι βασικές αρχές της θεατρικής τέχνης
      These machines work on the same principle.
    Αυτές οι μηχανές λειτουργούν με την ίδια αρχή.
  3. η αρχή, πεποίθηση που γίνεται αποδεκτή ως λόγος δράσης ή σκέψης με συγκεκριμένο τρόπο
      the principle of non-intervention in the internal affairs of other states/parties - η αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων κρατών/κομμάτων
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αρχή, γενικός ή επιστημονικός κανόνας που εξηγεί πώς λειτουργεί κάτι ή γιατί συμβαίνει κάτι
      Archimedes’ principle - η αρχή του Αρχιμήδη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]