pry
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pries |
αόριστος | pried |
παθητική μετοχή | pried |
ενεργητική μετοχή | prying |
pry (en)
- (αμετάβατο) ανακατεύομαι, χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις, κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις με τρόπο που είναι ενοχλητικός ή αγενής
- ⮡ I'm sorry. I didn't mean to pry.
- Συγγνώμη. Δεν ήθελα να ανακατευτώ.
- ⮡ Don’t pry into our family matters.
- Μην αναμειγνύεσαι στα οικογενειακά μας.
- ⮡ Don’t pry into other people’s business.
- Μη χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές των άλλων.
- ⮡ She tried to keep the children away from the prying eyes of the world's media.
- Προσπάθησε να κρατήσει τα παιδιά μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των μέσων ενημέρωσης του κόσμου.
- ⮡ I'm sorry. I didn't mean to pry.
- (μεταβατικό, ειδικά αμερικανική σημασία) αποσπώ, ανοίγω με το ζόρι· ανοίγω με λοστό
- ⮡ I managed to pry the knife from his hands.
- Κατάφερα να του αποσπάσω το μαχαίρι από τα χέρια.
- ⮡ I tried to pry open the locket.
- Πήγα να ανοίξω το μενταγιόν με το ζόρι.
- ⮡ I managed to pry the knife from his hands.