Μετάβαση στο περιεχόμενο

pry

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpraɪ/
ενεστώτας pry
γ΄ ενικό ενεστώτα pries
αόριστος pried
παθητική μετοχή pried
ενεργητική μετοχή prying

pry (en)

  1. (αμετάβατο) ανακατεύομαι, χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις, κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις με τρόπο που είναι ενοχλητικός ή αγενής
      I'm sorry. I didn't mean to pry.
    Συγγνώμη. Δεν ήθελα να ανακατευτώ.
      Don’t pry into our family matters.
    Μην αναμειγνύεσαι στα οικογενειακά μας.
      Don’t pry into other people’s business.
    Μη χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές των άλλων.
      She tried to keep the children away from the prying eyes of the world's media.
    Προσπάθησε να κρατήσει τα παιδιά μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των μέσων ενημέρωσης του κόσμου.
  2. (μεταβατικό, ειδικά αμερικανική σημασία) αποσπώ, ανοίγω με το ζόρι· ανοίγω με λοστό
      I managed to pry the knife from his hands.
    Κατάφερα να του αποσπάσω το μαχαίρι από τα χέρια.
      I tried to pry open the locket.
    Πήγα να ανοίξω το μενταγιόν με το ζόρι.