przechodni
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
przechodni < przechodzić
Επίθετο[επεξεργασία]
przechodni (pl)
- (γραμματική) (για ρήματα) μεταβατικός
przechodni < przechodzić
przechodni (pl)