pszczelarstwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
pszczelarstwo (pl) < pszczoła (pl) + -arstwo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʃt͡ʃ̑ɛˈlarstfɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pszczelarstwo (pl) ουδέτερο