pumpi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pumpi < pump- + -i
ρήμα pumpi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pumpas pumpanta pumpata
αόριστος pumpis pumpinta pumpita
μέλλοντας pumpos pumponta pumpota
υποθετική pumpus - -
προστακτική pumpu - -

pumpi (eo)