puni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

puni < puno + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα puni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας punas punanta punata
αόριστος punis puninta punita
μέλλοντας punos punonta punota
υποθετική punus - -
προστακτική punu - -

puni (eo)