quiltmaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

quiltmaker (en)

  1. ο παπλωματάς, η παπλωματού
    There was once a quiltmaker who kept a house in the blue misty mountains up high. (Jeff Brumbeau, The Quiltmaker's Gift)
    Ήταν κάποτε μια παπλωματού που έμενε σ' ένα σπίτι ψηλά στα γαλάζια ομιχλώδη βουνά (Jeff Brumbeau, Το δώρο της παπλωματούς)