rétropédalage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rétropédalage < rétropédaler + -age
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁe.tʁo.pe.da.laʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rétropédalage (fr) αρσενικό