réunifier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

réunifier < ré- + unifier

Ρήμα[επεξεργασία]

réunifier (fr)

  1. (μεταβατικό) επανενώνω
  2. (pronominal: αντωνυμικό) επανενώνομαι
    les deux Allemagne se sont réunifiées en 1989-1990
    οι δύο Γερμανίες επανενώθηκαν κατά τα έτη 1989-1990

Συγγενικά[επεξεργασία]