Μετάβαση στο περιεχόμενο

rainy

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός rainy
συγκριτικός rainier
υπερθετικός rainiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rainy < rain + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]

rainy (en)

  • βροχερός
      The rainy weather gives him a feeling of depression.
    Ο βροχερός καιρός τού προκαλεί μελαγχολία.