rainy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | rainy |
συγκριτικός | rainier |
υπερθετικός | rainiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]rainy (en)
- βροχερός
- ⮡ The rainy weather gives him a feeling of depression.
- Ο βροχερός καιρός τού προκαλεί μελαγχολία.
- ⮡ The rainy weather gives him a feeling of depression.