razón

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

razón (es) αρσενικό

  1. το δίκιο
    tienes razón - έχεις δίκιο