reamikiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

reamikiĝi < re + amik(i) + iĝi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα reamikiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας reamikiĝas reamikiĝanta reamikiĝata
αόριστος reamikiĝis reamikiĝinta reamikiĝita
μέλλοντας reamikiĝos reamikiĝonta reamikiĝota
υποθετική reamikiĝus - -
προστακτική reamikiĝu - -

reamikiĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

reamikigxi, reamikighi, reamikig'i