reamikiĝinta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
reamikiĝinta
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]reamikiĝinta (eo)
- αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος reamikiĝi
reamikiĝinta
reamikiĝinta (eo)