recte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

recte (la)

  1. ναι
  2. σωστά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • recte dicis - έχεις δίκιο (μιλάς σωστά)