redox
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈriːdɒks/, /ˈrɛdɒks/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Συντομομορφή
reduction–oxidation reaction
- (χημεία) οξείδωση και αναγωγή θεωρούμενες ως συμπληρωματικές διαδικασίες/διεργασίες
αγγλικό ερμήνευμα[επεξεργασία]
oxidation and reduction considered together as complementary processes
Αρχείο Βικιλεξικού[επεξεργασία]
οξειδαναγωγικός
οξειδαναγωγικός (el), -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο αγγλικά : redox (en)
189 bytes (10 λέξεις) - 17:21, 3 Μαΐου 2016
οξειδοαναγωγή
αγγλικά : redox (en)
2 KB (27 λέξεις) - 22:00, 21 Μαΐου 2017