refugee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
refugee | refugees |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]refugee (en)
- ο πρόσφυγας
- ⮡ The inhabitants of the area are by majority refugees.
- Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες.
- ⮡ The inhabitants of the area are by majority refugees.