refugee

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
refugee refugees

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

refugee (en)

  • ο πρόσφυγας
    ⮡  The inhabitants of the area are by majority refugees.
    Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες.