rekte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rekte < rekt- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

rekte (eo)

rekte antaŭ - αμέσως πριν