Μετάβαση στο περιεχόμενο

reminder

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reminder reminders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reminder < remind + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reminder (en)

  • η υπενθύμιση
      Give me a reminder tomorrow, on the off chance that I forget to pay the bill.
    Κάνε μου μια υπενθύμιση αύριο, μήπως ξεχάσω να πληρώσω το λογαριασμό.