reparieren

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

reparieren (de)

  • διορθώνω
    kannst du es reparieren? - μπορείς να το διορθώσεις;

Αντώνυμα

[επεξεργασία]